Ο καρκίνος του προστάτη είναι ο συχνότερος καρκίνος στους άντρες πέραν της μέσης ηλικίας .Η έγκαιρη διάγνωση όμως είναι εφικτή, αρκεί κάθε άντρας να έχει ενημερωθεί κατάλληλα γι’ αυτό. Και αυτό, γιατί η πάθηση δεν δίνει κανένα σύμπτωμα στα αρχικά στάδια, όπου η νόσος είναι αντιμετωπίσιμη. Για αυτό τον λόγο ο προληπτικός έλεγχος αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του ουρολόγου.
Φυλή: ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος σε άτομα της μαύρης παρά της λευκής φυλής
Οικογενειακό ιστορικό: υπάρχει ένας αριθμός γονιδίων υπεύθυνων για τον κληρονομουμένο καρκίνο του προστάτη. Ο κίνδυνος ανάπτυξης της νόσου σε άνδρα που έχει συγγενή πρώτου βαθμού που πάσχει από την νόσο αυξάνεται 2,5 φορές
Ορμόνες: η τεστοστερόνη και η ο πιο δραστικός μεταβολίτης της η διυδροτεστοστερονη είναι απαραίτητες για την φυσιολογική ανάπτυξη του προστάτη. Έχει βρεθεί ότι οι άνδρες που ευνουχίστηκαν πριν την εφηβεία δεν εκδηλώνουν ποτέ την νόσο επομένως οι ορμόνες παίζουν έναν ρόλο στην ανάπτυξη του καρκίνου του προστάτη.
Δίαιτα: πρόκειται για δίαιτα δυτικού τύπου πλούσια σε ζωικά λιπαρά, πρωτεΐνες, κρέας και επεξεργασμένους υδατάνθρακες ,ενώ είναι φτωχή σε φυτικής προέλευσης τροφές.
Έκθεση στον Ήλιο και βιταμίνη Δ: ο κίνδυνος θανάτου είναι γεωγραφικά συνδεδεμένος με την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία ενώ τα επίπεδα της βιταμίνης δ είναι χαμηλότερα σε άνδρες που πάσχουν από καρκίνο του προστάτη από υγιείς άνδρες
Μια απλή εξέταση αίματος μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό του καρκίνου του προστάτη σε ένα πρώιμο στάδιο. Η εξέταση αυτή μετρά την ποσότητα του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) στο αίμα. Το PSA είναι μια πρωτεΐνη του προστάτη υπεύθυνη για την ρευστοποίηση του σπέρματος και εμφανίζεται σε μικρές ποσότητες στο αίμα των αντρών απολύτως φυσιολογικά. Τα αυξημένα επίπεδα μπορεί να οφείλονται στον καρκίνο του προστάτη, αλλά μπορεί επίσης να σχετίζονται με καλοήθη υπερτροφία προστάτη ή ακόμη και σε φλεγμονή του προστάτη (προστατίτιδα). Για τον λόγο αυτόν, πρόσθετες εξετάσεις και ιδιαίτερα η δακτυλική εξέταση του προστάτη είναι πάντα απαραίτητες. Η δακτυλική εξέταση είναι λιγότερο αποτελεσματική από την εξέταση αίματος PSA στην εύρεση του καρκίνου του προστάτη, αλλά μερικές φορές μπορεί να ανιχνεύσει καρκίνο στους άντρες με φυσιολογικά επίπεδα PSA.
Πέραν από το γεγονός πως προσφέρει πληροφορίες για το μέγεθος του αδένα ,η δακτυλική εξέταση μπορεί να αποκαλύψει ευρήματα τα οποία πιθανόν να υποδηλώνουν καρκίνο όπως η ασυμμετρία του αδένα, οζίδιο σε ένα ή δυο λοβούς ή/και σκληρία τμήματος ή ολόκληρου του λοβού. Η ανεύρεση αυξημένου για την ηλικία του ασθενή PSA σε συνδυασμό με τα μη φυσιολογικά ευρήματα της δακτυλικής εξέτασης επιβάλουν την διενέργεια βιοψίας προστάτη αδένα.
Η βιοψία προστάτη γίνεται με τη χρήση υπερήχου υψηλής ευκρίνειας δια μέσου ειδικής κεφαλής (Διορθικής), που εισάγεται από τον πρωκτό και απεικονίζει τρισδιάστατα τον αδένα. Στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται υπό τοπική αναισθησία, χωρίς κανένα αίσθημα πόνου από τον ασθενή. Με την μέθοδο αυτή καθίσταται δυνατή η απεικόνιση κυρίως υπόηχων (ύποπτων) περιοχών στο παρέγχυμα του προστατικού αδένα. Με τη βοήθεια μιας ειδικής βελόνας λαμβάνονται κομματάκια προστατικού ιστού τα οποία στην συνέχεια αποστέλλονται για ιστολογική εξέταση. Το ποσοστό που συγκεντρώνεται με την βιοψία από κάθε ιστοτεμαχιδιο καθώς και ο συνολικός αριθμός των θετικών ιστοτεμαχιδιων παρέχουν μια χρήσιμη εκτίμηση του όγκου του καρκίνου. Το διορθικο υπερηχογράφημα χρησιμοποιείται επίσης για ν α υπολογιστεί το μέγεθος του προστάτη πριν την βιοψία.
Ο σκοπός της αντιμετώπισης των ασθενών με εντοπισμένο καρκίνο του προστάτου είναι συνήθως η πλήρης ίαση. Η επιλογή της καταλληλότερης θεραπείας γίνεται πάντα ύστερα από διεξοδική συζήτηση με τον ασθενή. Οι κύριες επιλογές που είναι διαθέσιμες για την εντοπισμένη νόσο είναι η ριζική προστατεκτομή και η ακτινοθεραπεία.
Η ριζική προστατεκτομή περιλαμβάνει την χειρουργική αφαίρεση ολόκληρου του προστάτη, των σπερματοδόχων κύστεων καθώς και των παρακείμενων ιστών. Το κυριότερο πλεονέκτημα της μεθόδου είναι πως αφαιρει όλο τον προστατικό ιστό σε ασθενείς στους οποίους ο όγκος είναι περιορισμένος εντός του προστάτη αδένα παρέχοντας επιπλέον ακριβείς ιστολογικές πληροφορίες. Επιπροσθέτως , η επέμβαση προσφέρει την οριστική θεραπεία μιας συνυπάρχουσας καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη. Η ριζική προστατεκτομή μπορεί να γίνει σήμερα είτε ανοικτά (με τομή) είτε ενδοσκοπικά (λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά). Σε κάποιους άντρες με καλές στύσεις πριν από την εγχείρηση και με εντοπισμένο καρκίνο, γίνεται διατήρηση των νεύρων της στύσης. Η ρομποτικά υποβοηθούμενη ριζική προστατεκτομή υπερτερεί λόγω μικρότερης απώλειας αίματος, χαμηλού κινδύνου στυτικής δυσλειτουργίας μετεγχειρητικά, ταχύτερης ανάρρωσης καθώς και καλύτερου αισθητικού αποτελέσματος.
Η εξωτερική ακτινοθεραπεία προσφέρει πλεονέκτημα ιδιαίτερα για ασθενείς οι οποίοι είναι ακατάλληλοι για χειρουργείο ,εξαιτίας συννοσηροτητας ΄ή ενδείξεων εξωπροστρατικής επέκτασης της νόσου.
Οι κύριες θεραπευτικές επιλογές για τον προχωρημένο καρκίνο του προστάτη είναι η ορμονοθεραπεία και η χημειοθεραπεία.
Σε τοπικά προχωρημένη νόσο, όπου ο όγκος επεκτείνεται πέραν της προστατικής κάψας ή εντός των σπερματοδόχων κύστεων αλλά δεν έχει δώσει μεταστάσεις, ο συνδυασμός ορμονοθεραπείας και ακτινοθεραπείας αποτελεί την κυρίαρχη θεραπεία. Σε νέους ασθενείς υπάρχει μικρή δυνατότητα για χειρουργείο αλλά θα πρέπει να συνδυαστεί με την ακτινοθεραπεία μετά το χειρουργείο αν αποδειχθεί αδύνατο να εκριζωθεί όλος ο όγκος. Οι ασθενείς με μεταστατική νόσο έχουν μικρότερο προσδόκιμο επιβίωσης. Η βασική θεραπεία είναι η ορμονοθεραπεία με ανδρογονικό αποκλεισμό με την χρήση είτε ενέσιμων LHRH αγωνιστών είτε από του στόματος αντιανδρογόνων. Οι κύριες παρενέργειες είναι εξάψεις, στυτική δυσλειτουργία, προσθήκη βάρους, γυναικομαστία και οστεοπόρωση. Η απάντηση στην θεραπεία παρακολουθείται με την μέτρηση του PSA που παραμένει ένας ευαίσθητος δείκτης της προόδου του όγκου ή της υποτροπής κατά την παρακολούθηση.
Η χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται, όταν πλέον τα καρκινικά κύτταρα αποκτήσουν αντοχή στην ορμονοθεραπεία. Η νόσος σε αυτό το στάδιο είναι προχωρημένη και υπάρχουν μεταστάσεις κυρίως στα οστά με πόνους. Τα φάρμακα που χορηγούνται, σήμερα, έχουν μικρότερη τοξικότητα συγκριτικά με τα παλιότερα, και οι ασθενείς τα ανέχονται σχετικά καλά.