Οι λίθοι του ουροποιητικού αποτελούν την τρίτη κατά σειρά συχνότητας πάθηση του ουροποιητικου στον άνθρωπο με ποσοστά συνεχώς αυξανόμενα. Η ουρολιθίαση εμφανίζεται σε άτομα κάθε ηλικίας και φύλου, σε κάθε φυλή και χώρα. Ανάλογα με την εντόπιση, έχουμε λιθίαση των νεφρών (νεφρολιθίαση), λιθίαση των ουρητήρων, λιθίαση της ουροδόχου κύστης και τέλος λιθίαση της ουρήθρας.
Η λιθίαση δημιουργείται όταν τα ούρα κορεσθούν από ουσίες οι οποίες δημιουργούν κρυστάλλους που δεσμεύονται σε σκληρά ιζήματα.
Το είδος της λίθου καθορίζεται με βάση τη χημική τους σύσταση.
Η δημιουργία λίθων στο ουροποιητικό σύστημα καθορίζεται από παράγοντες κινδύνου που είναι είτε ιδιοσυγκρασιακοί για τον κάθε άνθρωπο (ενδογενείς παράγοντες κινδύνου) είτε προέρχονται από το περιβάλλον του (εξωγενείς παράγοντες κινδύνου).
Συνήθως, είναι ένας συνδυασμός παραγόντων που συμβάλλει στη δημιουργία λίθων.
Οι περισσότεροι ασθενείς με λίθο στο ουροποιητικό δεν έχουν κανένα σύμπτωμα. Τα συμπτώματα εμφανίζονται, όταν κάποιος λίθος βρεθεί μέσα στον ουρητήρα με αποτέλεσμα να εμποδίζει τη ροή των ούρων από τα νεφρά. Το συνηθέστερο σύμπτωμα είναι ο κολικός του νεφρού, ο οποίος εκδηλώνεται με οξύ έντονο πόνο στην περιοχή των νεφρών, που μπορεί να αντανακλά στην κοιλιά, στην κύστη ή στα έξω γεννητικά όργανα. Δυσκοιλιότητα ή μετεωρισμός μπορεί επίσης να είναι παρόντα. Δυσουρία, συχνουρία, επιτακτικότητα και στραγγουρία μπορεί να συμβούν σε περιπτώσεις λίθων του κατώτερου ουρητήρα. Ο ασθενής είναι ανήσυχος και ο πόνος συνήθως δεν ανακουφίζεται με την αλλαγή θέσης και συχνά συνοδεύεται από τάση για εμετό (ναυτία) ή και εμετό. Συνήθως, υπάρχει αιματουρία που είναι μικροσκοπική και ανακαλύπτεται στη γενική ούρων και σπάνια μακροσκοπική, που φαίνεται κατά την ούρηση. Μερικές φορές, που συνυπάρχει ουρολοίμωξη, η λιθίαση μπορεί να παρουσιαστεί με συμπτώματα, όπως ρίγος, πυρετός, κόπωση, δυσουρικά ενοχλήματα και πόνος στα νεφρά. Πολυ συχνά μία λιθίαση διαγιγνώσκεται τυχαία σε έναν απεικονιστικό έλεγχο που γίνεται για άλλο λόγο.
Ο ιατρος από το ιστορικό, την κλινική εξέταση και τον απαραίτητο εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο θα θέσει την διαγνωση της λιθίασης και θα διερευνησει την λειτουργικότητα και μορφολογία του ουροποιητικού συστήματος και την ύπαρξη πιθανών αιτιολογικών παραγόντων που είναι υπεύθυνοι για το σχηματισμό λίθων.
Οι εξετάσεις που χρησιμοποιούνται για τη διερεύνηση της λιθίασης χωρίζονται σε απεικονιστικές και εργαστηριακές.
Απεικονιστικός έλεγχος:
Δίνει πληροφορίες για την ύπαρξη απόφραξης (υδρονέφρωση) και μπορεί να ανιχνεύσει λίθους που βρίσκονται μέσα στο νεφρό ή στην κύστη αλλά όχι στον ουρητήρα.
Αποτελεί, σήμερα, την εξέταση εκλογής στα περισσότερα ουρολογικά κέντρα, καθώς υπερέχει διαγνωστικά από την ενδοφλέβια ουρογραφία, και γίνεται ταυτόχρονα έλεγχος και της ανατομίας του νεφρού.
Εργαστηριακός έλεγχος:
Συνήθως, υπάρχουν ερυθρά αιμοσφαίρια στα ούρα και μερικές φορές και στοιχεία ουρολοίμωξης.
Μέτρηση της ουρίας και κρεατινίνης, του ουρικού οξέος και του ασβεστίου του ορού.
Είναι ορμόνη που εκκρίνεται από τους παραθυρεοειδείς αδένες και ελέγχεται σε περιπτώσεις αυξημένου ασβεστίου, καθώς μπορεί να υπάρχει υπερλειτουργία των αδένων ως αίτιο της δημιουργίας λίθων.
Σκοπός είναι να καθοριστεί η μεταβολική εικόνα του ασθενή για την πιθανή ανεύρεση κάποιας μεταβολικής ανωμαλίας υπεύθυνης για την παραγωγή λίθων.
Γίνεται εφόσον βρεθεί ή αφαιρεθεί ο λίθος σε εξειδικευμένα εργαστήρια, για να ανευρεθεί το είδος του λίθου και να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για μείωση των πιθανοτήτων υποτροπής και επανεμφάνισης λιθίασης.
Ο κωλικός, ως έκτακτο περιστατικό αντιμετωπίζεται με αντιφλεγμονώδη φάρμακα σε ενέσιμη μορφή τα οποία δρουν ως παυσίπονα και ελαττώνουν το τοπικό οίδημα. Αν ο πόνος επιμείνει, μπορούν να χορηγηθούν ισχυρότερα παυσίπονα, όπως οπιοειδή αναλγητικά. Στη συνέχεια, για πρόληψη των επεισοδίων κολικών χορηγούνται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη από το στόμα για 3 μέρες και μπορεί να συγχορηγηθεί και ένας αναστολέας των α-αδρενεργικών υποδοχέων για την περαιτερω χαλάρωση του ουρητήρα. Σε ένα πολύ μικρό ποσοστό ασθενών, θα χρειαστεί κάποια άμεση παρέμβαση, όταν:
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η τοποθέτηση ενός ουρητηρικού καθετήρα (pig-tail) λύνει το πρόβλημα.
Σε δεύτερο χρόνο, αποφασίζεται η αντιμετώπιση, η οποία εξαρτάται από την εντόπιση, το μέγεθος και τη σύσταση του λίθου, καθώς και από τη γενική κατάσταση του ασθενούς . Μέσω της ουρήθρας με ειδικά εργαλεία, ο γιατρός φτάνει στην ουροδόχο κύστη, βρίσκει το στόμιο του ουρητήρα και μέσω αυτού προωθεί τον καθετήρα μέχρι το νεφρό. Σε περιπτώσεις όπου αυτό δεν είναι εφικτό, το σωληνάκι τοποθετείται μέσω του δέρματος (διαδερμική νεφροστομία). Αν οι συνθήκες το επιτρέπουν, μπορεί να γίνει στον ίδιο χρόνο και η αφαίρεση του λίθου.
Η αφαίρεση του λίθου εξαρτάται από το μέγεθος και τη θέση του στο ουροποιητικό σύστημα. Εφόσον τα επεισόδια κολικού ελέγχονται με τη φαρμακευτική αγωγή και για λίθους μικρότερους του ενός εκατοστού (<1cm), σε ένα ποσοστό που φτάνει το 70%, ο λίθος θα αποβληθεί αυτόματα σε ένα διάστημα 4-6 βδομάδων αναμονής. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, θα χρειαστεί επεμβατική θεραπεία, με σκοπό τη θραύση και την απομάκρυνση του λίθου. Στις επεμβατικές μεθόδους, περιλαμβάνονται:
Η χρήση του εξωσωματικού λιθοτρίπτη, ο οποίος χρησιμοποιεί ωστικά κύματα για την θραύση των λίθων χωρίς χειρουργική επέμβαση
Ωστόσο, για τους λίθους εκείνους που δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά με εξωσωματική λιθοτριψία, έχουν αναπτυχθεί ειδικά ενδοσκόπια (ουρητηροσκόπια) και συσκευές θριμματισμου τα οποία έχουν εκμηδενίσει το ποσοστό των ασθενών που πρέπει να χειρουργηθούν με ανοιχτή επέμβαση. Με το ουρητηροσκόπιο ο Ουρολόγος μπορεί δια μέσου της ουρήθρας και της ουροδόχου κύστης να επισκοπήσει τον ουρητήρα και να προσεγγίσει υπό άμεση όραση τον λίθο σε οποιοδήποτε σημείο του. Εάν ο λίθος είναι μικρός μπορεί να πιαστεί με ένα μικροσκοπικό καλάθι φτιαγμένο από ειδικά ατσάλινα σύρματα και να αφαιρεθεί. Εάν είναι μεγαλυτερος απο την διάμετρο του ουρητηρα που πρέπει να περάσει, τότε πρέπει να θρυμματιστεί.
Κατά τη διάρκεια της λιθοτριψίας μια οπτική ίνα προωθείται μέσα από ειδικό κανάλι του ενδοσκοπίου σε επαφή με τον λίθο και ενεργοποιείται το laser (Holmium-YAG) το οποίο ουσιαστικά μπορεί να μετατρέψει τον λίθο σε θραύσματα. Παρά το γεγονός ότι η επέμβαση απαιτεί γενική αναισθησία, η πλειοψηφία των ασθενών επιστρέφει στο σπίτι την ίδια ημέρα. Σε μερικές περιπτώσεις ένας λεπτός καθετήρας, που ονομάζεται ουρητηρικό stent (pig-tail), μπορεί να μείνει εντός του ουρητήρα για να επιταχύνει την επούλωση. Ο καθετήρας αφαιρείται σε επόμενη επίσκεψη στο ιατρείο.
Σε μεγαλύτερους λίθους (> 2cm) του νεφρού που δεν απαντούν στην ESWL ή την ουρητηρολιθοτριψία η διαδερμική λιθοτριψία είναι μέθοδος εκλογής. Διαμέσω μιας μικροσκοπικής τομής στην νεφρική χώρα και υπό ακτινοσκοπικό έλεγχο, δημιουργείται ένα στενό κανάλι κατευθείαν στην αποχετευτική μοίρα του νεφρού όπου βρίσκεται ο λίθος. Από το κανάλι εισέρχεται υπό άμεση όραση ένα ενδοσκόπιο που ονομάζεται νεφροσκόπιο. Η περιοχή του νεφρού που μπορεί να ελεγχθεί με το νεφροσκόπιο εξαρτάται από την θέση του καναλιού σε σχέση με την αποχετευτική μοίρα του νεφρού. Οι μεγάλοι λίθοι διασπώνται με τη χρήση laser, βαλλιστικού, ηλεκτρουδραυλικού ή λιθοτρίπτη υπερήχων και όλα τα μικρά θραύσματα αφαιρούνται. Η διαδερμική λιθοτριψία απαιτεί παραμονή στο νοσοκομείο. Οι πλειοψηφία των ασθενών νοσηλεύονται για 2 ή 3 ημέρες και μπορούν να επιστγρέψουν στην εργασία τους μετά από μία έως δύο εβδομάδες.
Η πιθανότητα σχηματισμού νέου λίθου ένα χρόνο μετά το αρχικό επεισόδιο λιθίασης φθάνει το 10%, με το ποσοστό να αυξάνει στο 30-40% μετά τα 5 χρόνια και να γίνεται 50-60% στη δεκαετία. Γι’ αυτό, χρειάζεται παρακολούθηση των ασθενών με λιθίαση εξατομικευμένα, ανάλογα με την προδιάθεση του ατόμου να δημιουργεί λίθους σε χρονικά διαστήματα, τα οποία θα προσδιορίσει ο θεράπων ιατρός με υπέρηχο νεφρών-κύστης και απλή ακτινογραφία νεφρών, ουρητήρων και κύστης (ΝΟΚ).
Ακόμη, απαραίτητο είναι να παρθούν μέτρα για την αποφυγή της υποτροπής της λιθίασης. Έτσι, πρέπει να καταναλώνει ο ασθενής άφθονα υγρά που ανέρχονται στα 2,5 με 3 λίτρα ημερησίως. Πρέπει να έχει ισορροπημένη διατροφή με λήψη φυτικών ινών και αποφυγή ζωικών λευκωμάτων και λίπους, αποφυγή λήψης μεγάλων ποσοτήτων αλατιού με τις τροφές, καθώς και να κάνει ισορροπημένη, μέτρια κατανάλωση γαλακτοκομικών.
Επίσης, η απώλεια βάρους σε περιπτώσεις παχυσαρκίας και η μέτριας έντασης σωματική άσκηση βοηθούν στην αποφυγή της υποτροπής. Η λήψη των μέτρων από τον ασθενή αποτρέπει την επανεμφάνιση λίθου σε ποσοστό που φτάνει το 75%.